χαλκοκορώνη

χαλκοκορώνη

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χαλκοκορώνη" в других словарях:

  • χαλκοκορώνη — η, ΝΜ νεοελλ. ζωολ. παλαιότερη λόγια ονομασία τής χαλκοκουρούνας μσν. χάλκινο στέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κορώνη] …   Dictionary of Greek

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek

  • χρυσοκαρακάξα — η, Ν το πουλί χαλκοκορώνη, αλλ. χρυσοκουρούνα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»