χαλκοκορώνη
Смотреть что такое "χαλκοκορώνη" в других словарях:
χαλκοκορώνη — η, ΝΜ νεοελλ. ζωολ. παλαιότερη λόγια ονομασία τής χαλκοκουρούνας μσν. χάλκινο στέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κορώνη] … Dictionary of Greek
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek
χρυσοκαρακάξα — η, Ν το πουλί χαλκοκορώνη, αλλ. χρυσοκουρούνα … Dictionary of Greek